- νιάνιαρο
- τοπολύ μικρό παιδί.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματίστηκε πιθ. ηχομιμητικά είτε από τη φωνή τής γάτας νιάου-νιάου, επειδή το κλάμα τού μικρού παιδιού ακούγεται σαν νιαούρισμα, είτε ίσως από τον τ. νιανιά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.